- ἀπόσῳ
- ἄποσοςnon-quantitativemasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποσώνομαι — αποσώνομαι, αποσώθηκα, αποσω(σ)μένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής